Φεράρα

Φεράρα
(Ferrara). Πόλη της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (130.200 κάτ.). Είναι κέντρο μιας εύφορης περιοχής με αξιόλογη βιομηχανία ζάχαρης, μεταξιού και οινοπνευματωδών ποτών. Ιδρύθηκε το 452 μ.Χ. και το 774 πέρασε στη κυριαρχία του πάπα. Το 1240 την εξουσία ανέλαβε ο οίκος Έστε και στα τέλη του 15ου αι. η πόλη έγινε πρωτεύουσα του ομώνυμου ανεξάρτητου δουκάτου. Το 1598 πέρασε και πάλι στην εξουσία του πάπα και το 1851 ενώθηκε με την Ιταλία. Φ.-Φλωρεντίας Σύνοδος. Σύνοδος που συγκλήθηκε στη Φ. την περίοδο 1438-1439, με πρωτοβουλία του Bυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Z’ Παλαιολόγου και του πάπα Ευγενίου Δ’. Σκοπός της συνόδου ήταν η άρση των δυσκολιών για την ένωση των Εκκλησιών. Στην ορθόδοξη αντιπροσωπεία πήραν μέρος, εκτός από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη Ιωσήφ, περίπου είκοσι ιεράρχες, οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι Μάρκος Εφέσου, Βησσαρίων Νικαίας και Ηρακλείας Αντώνιος, καθώς και οι λόγιοι Γεώργιος Αμιρούτζης, Γεώργιος Γεμιστός, Γεώργιος Σχολάριος, Μιχαήλ Βαλσαμών κ.ά. Οι εργασίες της συνόδου διακόπηκαν στη διάρκεια της 16ης συνεδρίασης και η σύνοδος μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία, επειδή η αντιπροσωπεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σκεφτόταν να αποχωρήσει εξαιτίας των στερήσεων και του φοβερού λοιμού που σημειώθηκε στη Φ. Στη Φλωρεντία, οι συζητήσεις περιστράφηκαν γύρω από την προσθήκη του φιλιόκβε (filioque) στο σύμβολο της πίστης. Τελικά, ο αυτοκράτορας Ιωάννης H’ Παλαιολόγος, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, πίεσε τους ορθοδόξους αντιπροσώπους να υπογράψουν το πρακτικό της συνόδου και να δεχτούν το filioque και τα πρωτεία του πάπα της Ρώμης. Όταν η αντιπροσωπεία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, το 1440, λαός και κλήρος αποδοκίμασαν την ένωση των Εκκλησιών που τελικά δεν έγινε δεκτή. Στην ένωση των Εκκλησιών αντέδρασαν και τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φρουλοβίζιο, Τίτος Λίβιος ο επωνομαζόμενος Τίτος Λίβιος της Φεράρα — (Frulovίsio, Φεράρα περ. 1400 – περ. 1456). Ιταλός ουμανιστής και συγγραφέας. Ήταν μαθητής του Γκουαρίνο και του Χρυσολωρά στη Βενετία. Συνέθεσε 3 διαλόγους (Περί της Δημοκρατίας, 1434) που προμήνυαν τα γραπτά του Μακιαβέλι και 7 κωμωδίες σε πεζό …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …   Dictionary of Greek

  • Αριόστο, Λουντοβίκο — (Ludovico Ariosto, Ρέτζο Εμιλία 1474 – Φεράρα 1533). Ιταλός ποιητής. Έζησε στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες… …   Dictionary of Greek

  • Λομπάρντο — (Lombardo). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών γλυπτών και αρχιτεκτόνων που κατάγονταν από την Καρόνα (λίμνη Λουγκάνο) και εργάστηκαν τον 15o και τον 16o αι. 1. Αντόνιο (Antonio, Βενετία 1458; – Φεράρα 1516). Αξιόλογο έργο του ήταν το μεγάλο τζάκι της… …   Dictionary of Greek

  • Ντελ Κόσα, Φραντσέσκο — (Francesco del Cossa, Φεράρα 1436 – Μπολόνια 1478). Ιταλός ζωγράφος. Καθοδηγήθηκε από τον πατέρα του στη ζωγραφική τέχνη. Το 1470 διακόσμησε μαζί με άλλους καλλιτέχνες το μέγαρο Σκιφανόια στη Φεράρα με τις αλληγορίες των μηνών Μαρτίου, Απριλίου… …   Dictionary of Greek

  • Όμπρεχτ, Γιάκομπ — (Jacob Obrecht, Μπεργκ οπ Ζόομ ή Ουτρέχτη 1453; – Φεράρα 1505). Φλαμανδός συνθέτης. Εργάστηκε ως διευθυντής χορωδίας στην Ουτρέχτη, όπου είχε ίσως μεταξύ των μαθητών του και τον Έρασμο, στη Φεράρα ως αρχιτραγουδιστής στην αυλή των Εστές, στο… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”